ἕρπης

Revision as of 10:45, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

English (LSJ)

ητος, ὁ, (ἕρπω)

   A shingles, Hp.Prorrh.2.11 (pl.); ἕ. ἐσθιόμενοι Id.Aph.5.22:—also ἑρπήν, ῆνος, ὁ, Ph.2.64 ; ἑρπήνη, ἡ, EM377.7.    II ἕρπης, ητος, ὁ, name of an animal (snake ?), Plin.HN30.116, prob. in Philum.Ven.19.1 (ὅπητες cod.).

German (Pape)

[Seite 1034] ητος, ὁ, ein schleichender, um sich fressender Schaden, Hautgeschwür, Hippocr. u. a. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἕρπης: -ητος, ὁ, (καθ’ Ἡρωδιαν. δὲ παρὰ Χοιροβ. 54. 29, ἑρπής, -ῆτος) (ἕρπω): νόσημα χαλεπὸν τοῦ δέρματος ἔξαπλούμενον κατὰ μῆκος καὶ πλάτος, Foës. Oec. Ἱππ.· ἕρπης ἐσθιόμενος Ἱππ. Ἀφ. 1253· - ὡσαύτως ἑρπὴν -ῆνος, ὁ, Φίλων 2. 64 - Κατὰ τὸν Μέγαν Ἐτυμολόγ.: «ἐρπὴν ὄνομα πάθους. παρὰ τὸ ἕρπω ἑρπήν ἔστι δὲ πάθος χαλεπὸν ἀπὸ τοῦ ἕρπειν καθ’ ὅλου τοῦ σώματος· ἐπιπλατύνεται γὰρ τῷ σώματι οὐκ εἰς ὄγκον, ἀλλ’ εἰς πλάτος καὶ μῆκος. λέγεται δὲ καὶ ἑρπίνη ὡς εὗρον εἰς τὸ Λεξικὸν» (Ἀνεκδ. Βεκκ. 256. 18, καὶ Φωτίου Λεξ. ἐν λέξει).