ἀντιτίνω

Revision as of 10:46, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

English (LSJ)

fut. -τείσω,

   A suffer punishment for a thing, τι Thgn.741: abs., S.Aj.1086: generally, repay, χάριτάς τινι Eust.142.15.    II Med., exact or inflict in turn, ἐμῆς ἀγωγῆς ἀντιτείσασθαι φόνον exact death as a punishment for .., A.Ag.1263; πόσιν δίκην (codd. δίκῃ) τῶνδ' ἀντιτείσασθαι κακῶν exact a penalty from him for these evil deeds, E.Med.261, cf. Lyc.1367. [On the quantity v. τίνω.]

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιτίνω: μέλλ. - τίσω, πληρώνω ἢ ὑποφέρω τιμωρίαν διά τι πρᾶγμα, τι Θέογν. 738· ἀπολ., Σοφ. Αἴ. 1086: - ἐν γένει, ἀντιπληρώνω, χάριτάς τινι Εὐστ. 142. 15. ΙΙ. Μέσ., λαμβάνω ἀντίποινα, ἀντιτιμωρῶ τινα, κἀπεύχεται ... ἐμῆς ἀγωγῆς ἀντιτίσασθαι (ἀντιτείσεσθαι Weil) φόνον, νὰ τιμωρήσῃ αὐτὸν διὰ φόνου, διότι μὲ ἤγαγεν ἐνταῦθα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1263· πόσιν δίκην (διαφ. γραφ. δίκῃ) τῶνδ’ ἀντιτίσασθαι κακῶν, λαβεῖν παρ’ αὐτῶν ποινὴν διὰ τὰ πονηρὰ ταῦτα ἔργα (πρβλ. ἀποτίνω), Εὐρ. Μήδ. 261, ἔνθα ἴδε Ἐλμσλ. (256). 2) ἐκδικοῦμαι, τιμωρῶ, σὸν φόνον Εὐρ. Ἱκ. 1144 (ἔνθα ὁ Canter διώρθωσεν ἀντιτίσομαι ἀντὶ τοῦ ἀντιτάσσομαι). - Πρβλ. τίω ΙΙ [Περὶ τῆς ποσότητος, ἴδε τίνω].