πρίνινος

Revision as of 10:47, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

English (LSJ)

η, ον,

   A made from the πρῖνος, γύης Hes. Op.429; ἄνθρακες Ar.Ach.668; αἱ πρίνιναι (sc. βάλανοι) Dsc.1.106.2; π. ὕλη Orib.49.3.1; μύκητες π. fungi that grow under the ilex, Antiph.227.11, cf. An.Ox.3.231.    2 metaph., oaken, i.e. tough, sturdy, γέροντες Ar.Ach.180; τὸ λίαν στρυφνὸν καὶ π. ἦθος Id.V.877; ἀθληταί Luc.Hist.Conscr.8, cf. AP7.37 (Diosc.) (rejected by Hom. in favour of φήγινος for reasons of euphony, acc. to Phld.Po.2.9).

German (Pape)

[Seite 702] von der immergrünen Eiche gemacht; Hes. On. 431; ἄνθρακες Ar. Ach. 667; übh. hart, fest, derb, wie unser »hagebuchen«, γέροντες 180, ἀθλητής Luc. hist. conscr. 18.

Greek (Liddell-Scott)

πρίνῐνος: -η, -ον, ὁ πεποιημένος ἐκ πρίνου, Λατ. iligneus, γύης Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 427· ἄνθρακες Ἀριστοφ. Ἀχ. 668· αἱ πρίνιναι (ἐξυπ. βάλανοι) Διοσκ. 1. 143· μύκητες πρ., φυόμενοι ὑπὸ τὴν πρῖνον, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 3, πρβλ. Ἀνέκδ. Ὀξων. 3. 231, ἐν ἀρχ.· ― μεταφ., ἰσχυρός, δυνατός, τραχὺς ὡς πρῖνος, γέροντες Ἀριστοφ. Ἀχ. 180· τὸ λίαν στρυφνὸν καὶ πρ. ἦθος ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 877· ἀθληταὶ Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 8, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 37· ἴδε πρινώδης, σφενδάμνινος.