ὀνητός

Revision as of 10:49, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

ή, όν, (ὀνίνημι)

   A profitable, beneficial, Suid.    II ὀνητά· μεμπτά, Hsch. (fort. ὀνοστά).

German (Pape)

[Seite 347] 1) nützlich, nutzbar, Suid. erklärt ἀπολαυστός. – 2) (ὄνομαι) tadelhaft, Hesych. μεμπτός.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνητός: -ή, -όν, (ὀνίνημι) ὠφέλιμος, ἐπωφελής, Σουΐδ. ΙΙ. ἀντὶ τοῦ ὀνοτός, ἐπονείδιστος (εἰ ἡ γραφὴ ἔχει καλῶς), Ἡσύχ.