ὀνοτός
From LSJ
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
English (LSJ)
ὀνοτή, ὀνοτόν, v. ὀνοστός.
German (Pape)
[Seite 350] = ὀνοστός; Pind. I. 3, 68; Ap. Rh. 4, 91, Schol. μεμπτός.
Russian (Dvoretsky)
ὀνοτός: Pind. = ὀνοστός.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνοτός: -ή, -όν, ἴδε ὀνοστός.
English (Slater)
ὀνοτός contemptible οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν, ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι, συμπεσεῖν δ ἀκμᾷ βαρύς (sc. Μέλισσος) (I. 4.51)
Greek Monolingual
ὀνοτός, -ή, -όν (Α)
(ποιητ. τ.) (δ. γρφ.) βλ. ονοστός.
Greek Monotonic
ὀνοτός: -ή, -όν, = ὀνοστός, σε Πίνδ.