ον,
A impetuous, Erot. s.v. ἀνάσσυτος.
[Seite 241] erkl. Schol. Od. 12, 89 ὁ μὴ δυνάμενος ἀνοροῦσαι.
ἀνόρμητος: -ον, (ἀνορμάομαι) ὁρμητικός, Ἐρωτιαν. ΙΙ. (ἀνἀρνητ.) νωθρός, ἀδρανής, Βασίλ.