συνειλέω

Revision as of 10:52, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

English (LSJ)

   A crowd together, τὰ τέκνα καὶ τὰς γυναῖκας ἐς τοὺς νεωσοίκους συνειλήσας Hdt.3.45; also of things, bind together, ῥάβδους Id.4.67:—Pass., to be crowded or pressed together, εἰς ἔλαττον into less compass, X.HG7.2.8; περὶ τὸν ναόν J.BJ5.3.1: abs., Plu. Alex.60 (so ἑαυτὸν συνειλήσας, of the hedgehog, Ael.NA6.64); τροφὴ συνειληθεῖσα compressed, Thphr.CP3.14.8; κύστις σ. εἰς ἑωυτήν Aret.SD1.7; ἐς κυκεῶνα πάντα συνειλέονται Luc.Vit.Auct. 14: metaph., σ. ἀπορίᾳ S.E.M.7.304.

German (Pape)

[Seite 1010] (s. εἰλέω), zusammenwickeln, -drängen, -treiben; τὰ τέκνα καὶ τὰς γυναῖκας ἐς τοὺς νεωσοίκους, Her. 3, 45, sie in die Schiffshäuser hin zusammentreiben; auch von Sachen, fest zusammenbinden, τὰς ῥάβδο υς, 4, 67; συνειλοῦντο Xen. Hell. 7, 2, 8; Sp., wie Luc. merc. cond. 26; συνειληθήσονται ἀπορίᾳ, S. Emp. adv. log. 1, 304.

Greek (Liddell-Scott)

συνειλέω: συσσωρεύω ὁμοῦ, στρυμώνω εἰς ἓν μέρος, τὰ τέκνα καὶ τὰς γυναῖκας ἐς τοὺς νεωσοίκους σ. Ἡρόδ. 3. 45· ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, συνδέω, δένω εἰς ἓν δέμα, ῥάβδους ὁ αὐτ. 4. 67. ― Παθ., συσσωρεύομαι, ἢ συμπιέζομαι ὁμοῦ, εἰς ἔλαττον, εἰς μικρότερον χῶρον συμπυκνοῦμαι, Ξεν. Ἑλλην. 7. 2. 8· περὶ τὸν ναὸν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 3, 1· ἀπολ., Πλουτ. Ἀλέξ. 60· (οὕτω, συνειλεῖν ἑαυτὸν Αἰλ. π. Ζ. 6. 64)· τροφὴ συνειληθεῖσα, συμπεπιεσμένη, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 14, 8· κύστις σ. εἰς ἑωυτὴν Ἀρετ. Χρον. Παθ. Σημειωτ. 1. 7· ἐς κυκεῶνα πάντα συνειλέονται Λουκ. Βίων Πρᾶσις 14· μεταφορ., σ. ἀπορίᾳ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 304.