ἀπολέπω

Revision as of 10:56, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

English (LSJ)

aor. 2 Pass.

   A ἀπελέπην Hsch.:—peel, skin, ἀ. μάστιγι τὸ νῶτον cj. Ruhnk. in E.Cyc.237; ὥσπερ ᾠὸν τὸ λέμμα Ar.Av.673; θπίδακος ἀπολελεμμένας τὸν καυλόν with the stalk peeled, Epich. 158.    2 lop off, στεῦτο ἀπολεψέμεν οὔατα χαλκῷ Il.21.455 (dub.l.).

German (Pape)

[Seite 311] abschälen, Ar. Av. 673, ἀπὸ τῆς κεφαλῆς τὸ λέμμα, abhäuten: μάστιγι τὸ νῶτον, abgerben, Eur. Cycl. 237; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολέπω: μέλλ. -ψω, ἐκλεπίζω, ἀφαιρῶ τὸν φλοιὸν, τὸ δέρμα, ἀπ. μάστιγι τὸ νῶτον (πρβλ. ἀποθλίβω) Εὐρ. Κύκλ. 237· ὥσπερ ᾠὸν Ἀριστοφ. Ὄρν. 673· θρίδακος ἀπολελεμμένας τὸν καυλόν, μὲ τοὺς καυλοὺς ἐκλελεπισμένους, Ἐπιχ. 109 Ahr. , ἡ τὸν καυλὸν ἀπολελεμμένη θρίδαξ Εὐστ. Ὀδ. 1863, 55.