ἀποθλίβω
Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft
English (LSJ)
[ῑ],
A squeeze out, τοὺς ὄρχεις Arist.HA632a17; ὑπόστασιν Thphr. De Odoribus 29; τὸν ἐκ τοῦ βότρυος ἀποθλιβόμενον οἶνον D.S.3.62; τῆς χώρας from the place, Luc.Jud.Voc.2.
2 press or force back, τὸ αἷμα Arist.HA587a22:—in E.Cyc.237 Ruhnken restored ἀπολέψειν.
3 press tightly, τὰ κράσπεδα Diph.43.30; ἀ. τινά press upon, crowd, Ev.Luc.8.45.
4 crush, LXX Nu.22.25.
II Gramm., drop a letter in the middle of a word, A.D.Adv.185.3 (Pass.).
III oppress much, Aq.Ex.3.9, Sm.Jd.10.12:—Pass., πρὸς τὸ τὴν πόλιν ἀποθλιβῆναι Wilcken Chr.11 A9 (ii B.C.).
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῑ-]
I 1despellejar μάστιγι ... τὸ νῶτον E.Cyc.237.
2 extirpar τοὺς ὄρχεις Arist.HA 632a17
•separar κηρίον I.AI 6.118
•exprimir ὑπόστασιν Thphr.Od.29, en v. pas. τούτους (βότρυς) I.AI 2.64, cf. Nic.Fr.86, τὸν ἐκ τοῦ βότρυος ἀποθλιβόμενον οἶνον D.S.3.62
•expulsar με τῆς οἰκείας ... χώρας Luc.Iud.Voc.2
•en v. pas. τὸ γλυκαινόμενον ... ἀποθλιβόμενον ἔρχεται ἐς τοὺς μαζούς Hp.Nat.Puer.21.4.
3 eliminar una letra de en medio de una palabra, A.D.Adu.185.3.
II 1comprimir, aplastar, apretar el cordón umbilical εἴσω ἐκ τοῦ ὀμφαλοῦ Arist.HA 587a22, τὰ κράσπεδ' Diph.43.29, τὸν πόδα LXX Nu.22.25, οἱ ὄχλοι ... σε Eu.Luc.8.45, en v. pas. de una serpiente, Nic.Th.314
•exprimir τὴν κράμβην τὴν λείαν Dieuch.18, cf. Hsch.
2 fig. oprimir ὃν (ἀποθλιμμόν) ... αὐτούς Aq.Ex.3.9, cf. Sm.Id.10.12, en v. pas. del cosmos οὐκ ἐξ ἀνάγκης ἀποτεθλιμμένον ἀλλὰ λόγῳ διακεκοσμημένον Plu.2.928a, ἀποθλιβέντες τῷ μηθενὸς δικαίου ἀντέχεσθαι UPZ 162.2.13 (II a.C.)
•reducir al hambre τὴν πόλιν Wilcken Chr.1.11A9 (II a.C.).
German (Pape)
[Seite 303] ausdrücken, ὕδωρ ἐκ χαίτης Anacr. 31, 22; οἶνον ἐκ βοτρύων D. Sic. 3, 62; verdrängen, τῆς οἰκείας χώρας Luc. Iud. Voc. 2; abdrücken, τὰ κράσπεδα Diphil. bei Ath. VII, 292 c.
French (Bailly abrégé)
faire sortir en pressant, exprimer.
Étymologie: ἀπό, θλίβω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποθλίβω: (ῑ)
1 выжимать, выдавливать (ὕδωρ ἔκ χαίτης Anacr.; ἐκ βοτρύων οἶνον Diod.);
2 оттеснять (τὸ αἶμα Arst.; τῆς οἰκείας χώρας Luc.; τὸν ἀέρα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποθλίβω: [ῑ], μέλλ. -ψω, ἐκπιέζω καὶ ἐξάγω, ἀποτέμνοντες τῆς ὀσχέας κάτωθεν τοὺς ὄρχεις ἀποθλίβουσιν, ἐπὶ εὐνουχισμοῦ ταυριδίων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 50, 6, πρβλ. Θεοφρ. Ὀσμ. 29· τὸν ἐκ τοῦ βότρυος ἀποθλιβόμενον οἶνον Διόδ. 3. 62· ἐκβάλλω, ἐκδιώκω, ἄρδην με τῆς οἰκείας ἀποθλίψειν χώρας, ἀπὸ τοῦ τόπου, Λουκ. Δικ. Φων. 2. 2) πιέζω καὶ ὠθῶ ὀπίσω, τὸ αἷμα Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 7. 10, 3: ― Ἐν Εὐρ. Κύκλ. 237 ὁ Ρούγκ. διώρθωσεν ἀπολέψειν. 3) πιέζω ἰσχυρῶς, τὰ κράσπεδα Δίφιλ. ἐν «Ζῳγράφῳ» 2. 30· ἀπ. τινὰ, πιέζω τινά, στενοχωρῶ, συνωθῶ, «στρυμώνω», οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι Εὐαγγ. κ. Λουκ. η΄, 45. ΙΙ. καταπιέζω, Ἀκύλ. Παλ. Διαθ.
English (Strong)
from ἀπό and θλίβω; to crowd (from every side): press.
English (Thayer)
to press on all sides, squeeze, press hard: Diodorus 3,62; Josephus, Antiquities 2,5, 2; (others).)
Greek Monolingual
(AM ἀποθλίβω)
1. βγάζω τον χυμό με συμπίεση, στείβω
2. αρμέγω
αρχ.
1. πιέζω δυνατά
2. ωθώ προς τα πίσω
3. εκδιώκω, εκτοπίζω
4. στενοχωρώ, φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση
5. αχρηστεύω συμπιέζοντας (τους όρχεις), ευνουχίζω κάποιον.
Greek Monotonic
ἀποθλίβω: [ῑ], μέλ. -ψω,
I. συνθλίβω, πιέζω και βγάζω, εξάγω δια της πίεσης, σε Ευρ.
II. συνωθώ, λέγεται για όχλο, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
I. to press upon, press, squeeze out, Eur.
II. of a crowd, NTest.
Chinese
原文音譯:¢poql⋯bw 阿坡-特利波
詞類次數:動詞(1)
原文字根:從-壓縮
字義溯源:擠迫,壓破,擁擠,緊靠著;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(θλίβω)=擁擠)組成;其中 (θλίβω)出自(τρίβος)=路徑,走踏成路),而 (τρίβος)又出自(τρίβος)X*=磨擦)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 緊靠著(1) 路8:45