βιημάχος
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A = βιαιομάχας, Ἔρως AP5.292.1 (Paul.Sil.); βασιλεύς ib.4.3b.2 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 444] mit Gewalt kämpfend, ἔρως Paul. Sil. 42 (V. 293).
Greek (Liddell-Scott)
βιημάχος: -ον, = βιαιομάχας, Ἀνθ. II. 5. 293.