βιαιομάχας

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source

French (Bailly abrégé)

α (ὁ) :
qui lutte par la force, vaillant guerrier.
Étymologie: βίαιος, μάχομαι.

Russian (Dvoretsky)

βιαιομάχας: α ὁ ожесточенно сражающийся, доблестный боец Anth.

Greek (Liddell-Scott)

βιαιομάχας: α, ὁ, ὁ βιαίως μαχόμενος, οὐ δόλῳ, ἀνδρεῖος μαχητής, Ἀνθ. II. 6. 129 (ἔνθα τὸ Παλ. χφον ἔχει –μάχος).

Greek Monotonic

βιαιομάχας: ὁ (μάχομαι), αυτός που μάχεται, αυτός που αγωνίζεται βίαια, ανδρείος μαχητής, σε Ανθ.

Middle Liddell

[from βία, μάχομαι
fighting violently, Anth.