ἄγραφος

Revision as of 11:00, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

English (LSJ)

ον,

   A unwritten, μνήμη Th.2.43; ἄ. διαθῆκαι nuncupatory wills, Plu.Cor.9; ἄ. κληρονόμος Luc.Tox.23; ἄγραφα λέγειν to speak without book, Plu.Dem.8. Adv. -φως, κατὰ μνήμης σῴζεσθαι Procl. in Prm.p.553 S.    II ἄ. δίκαιον, moral or equitable justice, Arist. EN1162b22; ἄ. νόμοι or νόμιμα unwritten laws:    1 laws of nature, τοῖς ἀ. νομίμοις καὶ τοῖς ἀνθρωπίνοις ἤθεσι D.18.275, cf. Arist. EN1180b1.    2 laws of custom, Th.2.37; ἄ. νόμιμα Pl.Lg.793a, cf. Arist.Rh.1373b5; ἄγραφα, τά, ib.1368b9; ἄ. ἀδίκημα a crime not recognized by law, Hsch.    3 religious traditions, as of the Eumolpidae, Lys.6.10.    III not registered, ἄ. πόλεις (in a treaty) Th.1.40; ἄ. γάμοι without written contract, CPR18.30 (ii A.D. Adv. -ως ibid., POxy.267.19(i A.D.)); ἄ. συνουσίαι not written down, Phlp.in Ph.513.30; συναλλαγματογραφίαι PTeb.1.140; ἄγραφα καὶ ἄστατα neither catalogued nor weighed, IG2.652B2; hence ἄγραφα, τά, sundries, PTeb.112.104 (ii B. C.), al.    2 ἄ. μέταλλα mines not registered, but worked clandestinely, Suid. s.v.    IV without inscription, IG 2.754, al.—Prose word.

German (Pape)

[Seite 22] ungeschrieben, bes. νόμος, ein nicht aufgeschriebenes Naturgesetz, Andoc. 1, 85; Plat. Rep. VIII, 563 d, entgegengesetzt γεγραμμένος, wie Dem. 23, 70. 18, 275, vgl. Legg. VII, 793 a τὰ ὑπὸ τῶν πολλῶν καλούμενα ἄγραφα νόμιμα. So Thuc. 2, 37; Xen. Mem. 4, 4, 19 u. Arist. oft, z. B. Rhet. 1, 10; ἀδικήματα ἄγραφα, nach Hesych. Verbrechen, gegen welche kein Gesetz gegeben. Allgemeiner μνήμη ἄγρ., entgegengesetzt ἡ στηλῶν ἐπιγραφή, Thuc. 2, 43; πόλεις ἄγραφοι 1, 40 sind Städte, die nicht in die Bündnisse aufgenommen, neutrale; ἀγράφου μετάλλου δίκη nach VLL., Proceß gegen diejenigen, welche eine Mine, ohne sich in die Staatslisten einschreiben zu lassen, eröffneten.

Greek (Liddell-Scott)

ἄγρᾰφος: -ον, ὁ μὴ γεγραμμένος, μνήμη, Θουκ. 2. 43· ἄγρ. διαθῆκαι, προφορικαὶ διαθ., Πλουτ. Κορ. 9, πρβλ. ἄγρ. κληρονόμος, Λουκ. Τόξ. 23· ἄγραφα λέγειν, ὁμιλεῖν ἄνευ βιβλίου ἢ χειρογράφου, ὁ αὐτ. Δημοσθ. 8: - Ἐπίρρ. -φως, Κλ. Ἀλεξ. 771. ΙΙ. ἄγραφοι νόμοι, οἱ μὴ γεγραμμένοι, εἶναι δὲ οὗτοι 1) οἱ νόμοι τῆς φύσεως, ὁ ἠθικὸς νόμος (πρβλ. ἄγραπτος) τοῖς ἀγρ. νόμοις καὶ τοῖς ἀνθρωπίνοις ἔθεσι, Δημ. 317. 23· τὸ δίκαιόν ἐστι διττόν, τὸ μὲν ἄγρ., τὸ δὲ κατὰ νόμον, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 13. 5. 2) νόμοι ἐξ ἔθους, ἔθιμα, κοινὸς νόμος, Θουκ. 2. 37. ἄγρ. νόμιμα, Πλάτ. Νόμ. 793Α, πρβλ. μάλιστα Ἀριστ. Ῥητ. 1. 10, 3. καὶ 13, 2· ἄγρ. ἀδίκημα, πλημμέλημα μὴ θεωρούμενον ὡς τοιοῦτον ὑπὸ τοῦ γραπτοῦ νόμου, «ἄγραφα ἀδικήματα, περὶ ὧν νόμος οὐ γέγραπται», Ἡσύχ. 3) θρησκευτικαὶ προφορικαὶ παραδόσεις, οἷαι αἱ τῶν Εὐμολπιδῶν, Λυσ. 104 8. ΙΙΙ. ὁ μὴ ἀναγραφόμενος ἔν τινι ἐγγράφῳ, ἄγρ. πόλεις, ὧν τὰ ὀνόματα δὲν περιλαμβάνονται ἐν συνθήκῃ τινί, Θουκ. 1. 40. 2) ἄγρ. μέταλλα, μεταλλεῖα, τὰ ὁποῖα δὲν ἀνεγράφοντο εἰς τὸν κατάλογον τῆς πόλεως, ἀλλ’ ἀνεσκάπτοντο κρυφίως πρὸς ἀποφυγὴν τοῦ φόρου 1/24, «ἀγράφου μετάλλου δίκη, εἴ τις οὖν ἐδόκει λάθρᾳ ἐργάζεσθαι μέταλλον, τὸν μὴ ἀπογραψάμενον ἐξῆν τῷ βουλομένῳ γράφεσθαι καὶ ἐλέγχειν», Σουΐδ. ἐν λέξ.· πρβλ. ἀπογράφω, ΙΙΙ, ἀναπόγραφος. IV. ὁ ἄνευ ἐπιγραφῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 41. - Λέξις τοῦ πεζοῦ λόγου.