ταυροκαθάπτης

Revision as of 11:00, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A bull-fighter, CIG 2759b(add.) (Aphrodisias), OGI533.46 (Ancyra, i A.D.).

German (Pape)

[Seite 1073] ὁ, Stierreizer, der Strohmann, durch den der Stier bei den Stierhetzen gereizt u. wild gemacht wurde.

Greek (Liddell-Scott)

ταυροκᾰθάπτης: -ου, ὁ, ἀνδρείκελον χρησιμεῦον ὅπως ἐξερεθίζῃ τὸν ταῦρον κατὰ τὰς ταυρομαχίας, Συλλ. Ἐπιγρ. 2759b (προσθῆκαι), 4039. 46· - ταυροκαθάψια, τά, ταυρομαχία ἥτις ἐγίνετο κατά τινα ἑορτὴν ἐν Θεσσαλίᾳ, Böckh Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 2. 78· ἐν Σμύρνῃ, Συλλ. Ἐπιγρ. 3212· ἐν Σινώπῃ, αὐτόθι 4157. - Πρβλ. ταυρελάτης.