ή, όν,
A reverential, of words, Id. s.v. ἠθεῖος, Suid. s.v. πάππα.
[Seite 872] zur Verehrung gehörig, verehrend, Sp.
σεπτικός: -ή, -όν, ὁ εἰς σεβασμὸν ἀνήκων, δηλῶν σέβας ἐπὶ λέξεων, Ἡσύχ. Σουΐδ.