ἠθεῖος

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠθεῖος Medium diacritics: ἠθεῖος Low diacritics: ηθείος Capitals: ΗΘΕΙΟΣ
Transliteration A: ētheîos Transliteration B: ētheios Transliteration C: itheios Beta Code: h)qei=os

English (LSJ)

also ἠθαῖος, α, ον, trusty, honoured, term of address used to express respect, ἠθεῖε Il.6.518, al., Hes.Sc.103: periphrasis, ἠθείη κεφαλή Il.23.94; ἀλλά μιν ἠθεῖον καλέω Od.14.147; ξεῖνον ἐμὸν ἠθαῖον Pi.I.2.48; ἠθαῖοι trusty friends, Antim.22. (Cf. ἦθος.)

German (Pape)

[Seite 1156] (ἦθος), vertraut, traut, r. dah. lieb, theuer; Il. in der Anrede ἠθεῖε, 6, 518. 10, 37. 22, 229. 239, ohne subst., in welchen Stellen ein jüngerer Bruder zum älteren spricht: trauter Herzensbruder; ähnl. ἠθείη κεφαλή, brüderlich geliebtes Haupt, Il. 23, 94. In der Od. 14, 147, ἀλλά μιν ἠθεῖον καλέω, ohne den Nebenbegriff des Brüderlichen, ich nenne ihn meinen trauten, lieben Herrn. Gradezu vertraut, οἰκεῖος, ist es in einem frg. des Antimach. beim E. G. 238, 26. – Schwerlich richtig sind die Ableitungen der Alten von θεῖος, göttlich, trefflich, oder von ὁ θεῖος, der Oheim.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
cher, bien-aimé.
Étymologie: ἦθος.

Russian (Dvoretsky)

ἠθεῖος: дор. ἠθαῖος 3 любимый, дорогой, родимый (в обращении) Hom., Pind.

Greek (Liddell-Scott)

ἠθεῖος: Δωρ. ἠθαῖος, -α, -ον, (ἴδε ἐν τέλ.) προσφιλής, σεβαστός, ἠθεῖε Ἰλ. Ζ. 518., Κ. 37., Χ. 229, 239· καὶ περιφρ., ἠθείη κεφαλὴ Ψ. 94. - Ἐν τοῖς χωρίοις τούτοις γίνεται χρῆσις τῆς λέξεως ὑπ’ ἀδελφοῦ νεωτέρου πρὸς πρεσβύτερον, ὑπὸ τοῦ Μενελάου πρὸς τὸν Ἀγαμέμνονα, ὑπὸ τοῦ Πάριδος καὶ Δηϊφόβου πρὸς τὸν Ἕκτορα, ὥστε ἀναμφιβόλως σημαίνει ἀδελφικὴν ἅμα στοργὴν καὶ σεβασμὸν πρὸς τὸν πρεσβύτερον. Οὕτως ἐν Ὀδ. Ξ. 147, ὁ χοιροβοσκὸς λέγει περὶ τοῦ Ὀδυσσέως, ἀλλά μιν ἠθεῖον καλέω, θὰ καλέσω αὐτὸν μὲ τὴν ἐπίκλησιν πρεσβυτέρου ἀδελφοῦ, θὰ καλέσω αὐτὸν σεβαστόν μου κύριον, πρβλ. Πίνδ. Ι. 2. 69. Ἐν Ἡσ. Ἀσπ. 103, ἠθεῖε, ἐκ μέρους τοῦ Ἰολάου πρὸς τὸν θεῖον αὐτοῦ Ἡρακλέα. Ἐν Πινδ. Ι. 2, 69, ξεινὸν ἐμὸν ἠθαῖον, πιστόν μου φίλον· ἠθαῖοι, πιστοὶ φίλοι, Ἀντίμ. ἐν Ε. Γουδ. 238. 26. (Πιθ. ἐκ τοῦ ἦθος, ἔθος, Curt. Gr. Et. no 305.)

English (Autenrieth)

(ἔθος, ἦθος): familiar, beloved, dear; usually the voc., ἠθεῖε, also ἠθείη κεφαλή, ‘dear heart’ we should say, Il. 23.94 ; ἀλλά μιν ἠθεῖον καλέω, ‘dear master,’ Od. 14.147.

Greek Monolingual

ἠθεῖος, δωρ. τ. ἠθαῖος, -α, -ον (Α) ήθος
1. (συν. ως προσφών. αδελφικής αγάπης και σεβασμού νεώτερου αδελφού προς μεγαλύτερο) πιστός, προσφιλής, αγαπητός, σεβαστός
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἠθαῖοι
οι πιστοί φίλοι.

Greek Monotonic

ἠθεῖος: (ἦθος), Δωρ. ἠθαῖος, -α, -ον, προσφιλής, σεβαστός· ἠθεῖε κύριε, σε Ομήρ. Ιλ.· ἠθείη κεφαλή, στο ίδ.· ἀλλά μιν ἠθεῖον καλέω, θα αποκαλώ αυτόν σεβαστό μου κύριο, θα τον επικαλούμαι σαν πρεσβύτερο αδελφό, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ἦθος
trusty, honoured, ἠθεῖε sir, Il.; ἠθείη κεφαλή Il.; ἀλλά μιν ἠθεῖον καλέω I will call him my honoured lord, Od.

Mantoulidis Etymological

(=σεβαστός). Ἀπό τό ἦθος, ἔθος, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.

Translations

trustworthy

Arabic: ثِقَةٌ‎; Egyptian Arabic: امين‎; Armenian: վստահելի, հուսալի; Bashkir: ышаныслы, яуаплы; Belarusian: надзейны, дакладны; Bulgarian: заслужаващ доверие; Catalan: fidedigne, fiable; Chinese Mandarin: 可信, 可靠; Czech: důvěryhodný; Danish: troværdig; Dutch: betrouwbaar; Esperanto: fidinda; Finnish: luotettava, luottamuksen arvoinen; French: de confiance, digne de confiance, digne de foi, fiable; Galician: fidedigno, fiucego, confiábel; Georgian: სანდო, სანდომიანი, საიმედო, ნდობის ღირსი; German: vertrauenswürdig, glaubwürdig; Greek: αξιόπιστος; Ancient Greek: ἀληθινός, ἀξιόπιστος, ἀξιόχρεος, ἀξιόχρεως, βέβαιος, δόκιμος, ἔμπιστος, εὔπιστος, ἐχέγγυος, ἠθαῖος, ἠθεῖος, κεδνός, πιστευτός, πιστικός, πίστιος, πιστός, σαφής, φερέγγυος; Hungarian: megbízható; Irish: barántúil; Italian: affidabile, attendibile, credibile, fidato; Japanese: 頼もしい, 信頼できる, 着実; Khmer: គួរ​ឱ្យ​ទុកចិត្ត; Latin: fidus; Manx: barrantagh; Maori: horopū; Ngazidja Comorian: -aminifu; Norwegian: pålitelig, til å stole på; Bokmål: troverdig; Nynorsk: truverdig, påliteleg; Portuguese: confiável; Romanian: sigur, demn de încredere; Russian: надёжный, благонадёжный, достоверный, верный; Scottish Gaelic: earbsach; Spanish: fidedigno, fiable, de confianza, confiable, de fiar; Swedish: pålitlig, trovärdig; Tagalog: mapagkakatiwalaan, maaasahan; Telugu: విశ్వసనీయము, నమ్మదగిన; Thai: น่าไว้ใจ; Ukrainian: наді́йний, достові́рний