ἄδυτος

Revision as of 11:03, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

English (LSJ)

ον, (δύω)

   A not to be entered, θησαυρός Pi.P.11.4; ἄ. ἐστιν ὁ τόπος Str.14.1.44.    2 never setting, of stars, Sch.Arat.632.    II mostly as Subst. (masc. in h.Merc.247, neut. in Hdt.5.72, E.Ion938), innermost sanctuary or shrine, Il.5.448, 512, h.Ap.443; εὐώδεος ἐξ ἀ. Pi.O.7.32: metaph., ἐκ τοῦ ἀ. τῆς βίβλου Pl.Tht.162a; ἄ. θαλάσσης Opp.H.1.49, cf. Hymn.Is.152.

German (Pape)

[Seite 38] nicht zu betreten, θησαυρός Pind. Ol. 11, 4; κτέανα Eur. Andr. 1033; bes. von heiligen Orten, dah. τὸ ἄδυτον das innerste Heiligthum des Tempels, Hom. zweimal, Il. 5, 448. 512; Pind. OI. 7, 32; Eur. Iph. T. 1257 θέσφατα; τῆς θεοῦ Her. 5, 72 u. öfter; übtr. τῆς βίβλου Plat. Theaet. 162 a; auch ὁ ἄδυτος H. h. Merc. 247. – In Aegypten sind ἄδυτα unterirdische Gemächer im Innersten des Tempels; εἰς τὰ ἄδ. κατελθεῖν Luc. Gall. 18; D. L. 8, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἄδῠτος: -ον, (δύω) τόπος εἰς ὃν οὐκ ἔξεστι πᾶσιν εἰσιέναι, Πινδ. Π. 11, 7· ἄδ. ἐστιν ὁ τόπος, Στράβ. 650. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ὡς οὐσ. τὸ ἐσώτατον μέρος τοῦ ναοῦ, τὸ ἱερώτατον, Λατ. adytum, Ἰλ. Ε. 448, 512, Πινδ. Ο. 7. 59 (ἔνθα ὅμως τὸ γένος δὲν εἶναι φανερόν)· εἶναι δὲ οὐδετέρως τὸ ἄδυτον, ἐν Ἡροδ. 5. 72, καὶ ἐν Εὐρ. Ἴων 938· καὶ ἀρσενικῶς ὁ ἄδυτος, ἐν Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 247: - μεταφ. ἐκ τοῦ ἀδ. τῆς βίβλου, Πλάτ. Θεαίτ. 162Α· - ἄδ. τῆς θαλάσσης, Ὀππ. Ἁλ. Ι. 49.