[Seite 643] ὁ, das Zweifeln, der Zweifel, Plut. Apophth. Lac. p. 191 u. a. Sp.
δισταγμός: ὁ, (διστάζω) ἀμφιβολία, ἐνδοιασμός, Πλούτ. 2. 214Ε.