[Seite 327] = ὀλόπτω, Phot. lex.
ὀλούφω: λέγεται ὁτι εἶναι ἕτερος τύπος τοῦ ὀλόπτω, «ὀλούφειν: τίλλειν καὶ κατασπᾶν· οἷον ὀλοσφύζειν» (κῶδ. ὀλοσφίζειν) Φώτ., Ἡσύχ.