ὀλόπτω
ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater
English (LSJ)
A pluck out, tear out, [χαίτην] ὤλοψας βίῃφι Call.Dian.77; ἑὰν ὠλόψατο χαίταν AP7.241 (Antip. Sid.); ὤλοψεν.. βότρυν ἐθείρης †j. in Nonn. D. 40.104.
II strip off, Nic.Th.595.
German (Pape)
[Seite 326] zupfen, rupfen, ausreißen, zerzausen; στήθεος ἐκ μεγάλου λασίης ἐδράξαο χαίτης, ὤλοψας δὲ βίηφι, Callim. Dian. 76, wie ὠλόψατο χαίτην, Antip. Sid. 99 (VII, 241). Auch = abschälen, abhäuten, καὶ χλοεροῦ νάρθηκος ἀπαὶ μέσου ἦτρον ὀλόψας, Nic. Th. 595 (also wohl mit λόπος verwandt).
French (Bailly abrégé)
1 écorcher, griffer, égratigner;
2 peler, écorcer;
Moy. ὀλόπτομαι déchirer, arracher sur soi.
Étymologie: Rac. Λεπ, peler, avec ὀ- prosth., cf. λέπω.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλόπτω: μέλλ. -ψω: ἀποσπῶ, τίλλω, ἀποτίλλω, ἐδράξαο χαίτης, ὤλοψας δὲ βίῃφι Καλλ. εἰς Ἄρτ. 77· ἐὰν ὠλόψατο χαίτην Ἀνθ. Π. 7. 241. ΙΙ. ἀφαιρῶ ἀπό τινος, καὶ χλοεροῦ νάρθηκος ἀπαὶ μέσου ἦτρον ὀλόψας, «λέπισας» (Σχόλ.) Νικ. Θ. 595. ― (Ἐκ τῆς √ΛΕΠ, λέπω, λόπος, μετὰ εὐφων. ὀ-.
Greek Monolingual
ὀλόπτω (Α)
1. (ενεργ. και μέσ.) αποσπώ, μαδώ, τραβώ και ξεριζώνω τα μαλλιά, τις τρίχες από λύπη («ἀνδρὸς ἀμαιμακέτοιο κόμην ὤλοψε Πολυξώ», Νόνν.)
2. αφαιρώ, απολεπίζω, απογυμνώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. του ρ. οδηγεί στην υπόθεση ότι συνδέεται με το ρ. λέπω «ξεφλουδίζω» και ότι αποτελεί παρ. του λοπός «φλοιός, φλούδα» με προθεματικό φωνήεν ὀ- (πρβλ. ολούφω). Σύμφωνα με άλλη άποψη, όμως, πρόκειται για δάνεια λ.].
Greek Monotonic
ὀλόπτω: μέλ. -ψω, ξεριζώνω, αποσπώ, σε Ανθ. (από το λέπω με ευφωνικό ὀ-).
Middle Liddell
ὀλόπτω,
to pluck out, tear out, Anth. [From λέπω with ὀ- euphon.]