ἄνορθος
English (LSJ)
ον, (ἀ- priv.) perh.
A sloping, ἄ. εἰς τὸ εἴσω IG22.463.60; prob. corrupt in Herophil. ap. Gal.2.571.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνορθος: -ον, ὄρθιος, εὐθύς, Ἱππ. 295. 8· ἄνορ. εἴς τι, ἰσόπεδος, καὶ ἐγκατοικοδομήσει στρωτήρας ... ὕψος ποιῶν τοῦ στόχου ὥστε ἀνόρθους εἶναι εἰς τὰ εἴσω Ἐπιγρ. παρὰ Μυλλέρ. Μνημ. Ἀθηνῶν σ. 56.