πανάθεστος

Revision as of 11:10, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

English (LSJ)

ον, (θέσσασθαι)

   A quite inexorable, Hsch. (παναίθετος cod.).

German (Pape)

[Seite 456] ganz unerbittlich, πάντα ἀπαραίτητος, Hesych., wo aber παναίθετος verschrieben ist.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνάθεστος: -ον, (θέσασθαι) ὅλως ἀδυσώπητος, «πάντῃ ἀπαραίτητος» Ἡσύχ.· Κῶδ. παναίθετος.