ἀπαραίτητος
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
ἀπαραίτητον,
I of gods or persons, not to be moved by prayer, inexorable, δαίμων Lys.2.78; θεοί, θεαί, Pl.Lg.907b, IG12(2).484 (Lesb.); Δίκη D.25.11; ἀνάγκη Epicur.Ep.3p.65U.; δικασταί Lycurg.2; ἀ. εἶναι περί τι Plu.Pyrrh.16:—τὸ ἀπαραίτητον τινος πρὸς τοὺς πονηρούς Id.Publ.3. Adv. ἀπαραιτήτως = implacably, inexorably, Th.3.84; ἀπαραιτήτως ἔχειν πρός τινα Plb.21.31.15.
II of punishments, etc., not to be averted by prayers, inevitable, unmerciful, τιμωρίαι Din.1.23; κολάσιες Ti. Locr.104d; νόμος J.Ap.2.30; ὀργή, κατηγορία, Plb.1.82.9, 12.12.6; = ἀνήκεστος, βουλεύεσθαί τι ἀ. Id.4.24.6; ἁμαρτία unpardonable, Id.33.10.5. Adv. ἀπαραιτήτως = obstinately, Sor.1.107.
2 not to be evaded, ἱκέτευμα Plu.2.95of; χρεία POxy.900.12 (iv A. D.), cf. PFlor.6.11 (iii A. D.); indispensable, ἀριθμός Philostr.VA3.30; irresistible, προθυμία Orib.Fr.57. Adv. ἀπαραιτήτως = without evasion, PMag.Leid.W.17.2.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inexorable, inmisericorde, severo, δαίμων Lys.2.78, θεοί Pl.Lg.907b, τᾶν Ἀπαραιτήτων Θέαν IG 12(2).484.13 (Lesbos), Δίκη Trag.Adesp.495, D.25.11, ἀνάγκη Epicur.Ep.[4] 134.4, δικασταί Lycurg.2, τιμωρίαι Din.1.23, κολάσεις Ti.Locr.104d, cf. Plu.Alex.57, κατηγορία Plb.12.12.6, νόμος I.Ap.2.215, ὀργή Plb.1.82.9, ἔνδεια LXX Sap.16.4, ὄμβροις διωκόμενοι ἀπαραιτήτοις LXX Sap.16.16, περὶ τοὺς καταλόγους τῶν στρατευομένων ἀ. ἦν Plu.Pyrrh.16, τὸ ἀπαραίτητον ... πρὸς τοὺς πονηρούς Plu.Publ.3.
2 fatal, desesperado βουλεύεσθαί τι ... ἀ. Plb.4.24.6, ἁμαρτία Plb.33.10.5.
II 1a lo que uno no puede negarse, irresistible ἴυγξ atractivo irresistible Hld.4.15.2, προθυμία Orib.Ec.56
•que no puede ser desoído, que debe ser atendido, ineludible ἱκέτευμα Plu.2.950f, πορεία Plu.2.113c, χρεία POxy.2727.10 (III/IV d.C.), 900.12 (IV d.C.), σιτοπομπία PMasp.30A.2, ἀποτείσει ... ἱερὰς καὶ ἀ. δραχμάς TAM 3.633.9 (I d.C.)
•subst. τὸ ἀπαραίτητον τῆς συγκομιδῆς PFlor.6.11 (III d.C.).
2 indispensable ὅτι τοῦτο τῶν ὄψων μόνον ἀπαραίτητον ἐστίν Plu.2.668f, ἀριθμός Philostr.VA 3.30.
III desoido μή οὖν ἀπαραίτητον γένηται ἡ αἴτησις PMasp.84.3 (VI d.C.).
IV adv. ἀπαραιτήτως
1 inexorablemente ὠμῶς καὶ ἀπαραιτήτως Th.3.84, ζημιωθήσεται OGI 669.39 (Egipto I d.C.), πρὸς ἐκείνους ἔχειν ἀπαραιτήτως Plb.21.31.15
•obstinadamente Sor.81.12.
2 inevitablemente ὅπως θεωρήσῃ ἀπαραιτήτως PMag.13.750.
German (Pape)
[Seite 279] 1) unerbittlich, θεοί Plat. Legg. X, 907 b; δαίμων Lys. 2, 75; δικασταί Lycurg. 2; Δίκη Dem. 25, 11; öfter bei Sp., bes. Pol. u. D. Hal., εἴς τινα 8, 25; τὸ ἀπ. πρός τινα, die unerbittliche Strenge gegen Jem., Plut. Popl. 3. – 2) was man sich nicht verbitten kann, unvermeidlich, τιμωρίαι Din. 1, 23; Pol. 1, 78; ζημίαι Dion. Hal.; ἁμαρτήματα, nicht abzubitten, nicht wieder gut zu machen, Pol. 30, 4; μηδὲν ἀπ. βουλεύεσθαι περί τινος 4, 24, wie das gew. ἀνήκεστον. – Adv. ἀπαραιτήτως, Thuc. 3, 84; ἔχειν πρός τινα, unerbittlich streng sein, Pol. 22, 14; καὶ πικρῶς πρός τι D. Hal. 9, 23.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 inexorable, inflexible;
2 qu'on ne peut repousser (prière, etc.).
Étymologie: ἀ, παραιτέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαραίτητος:
1 неумолимый, непреклонный, беспощадный (δαίμων Lys.; θεοί Plat.; Δίκη Dem.; ἔν τινι и πρός τινα Plut.);
2 неотвратимый, неизбежный (ὀργὴ καὶ μῖσος Polyb.);
3 непоправимый, непростительный (ἁμαρτήματα Polyb.);
4 не могущий быть отклоненным (ἱκετεύματα Plut.);
5 совершенно необходимый (ὄψον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαραίτητος: -ον, Ι. ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ καμπτόμενος διὰ δεήσεων, ἄκαμπτος, ἀνεξίλαστος, ἀμείλικτος, δαίμων Λυσ. 198. 5· θεοί, Πλάτ. Νόμ. 907Β· δίκη Δημ. 772. 25· δικαστὴς Λυκοῦργ. 148. 4· ἀπ. εἶναι περί τι Πλουτ. Πύρρ. 16: - Ἐπίρρ. ἀπαραιτήτως, ἀδυσωπήτως, ἀμειλίκτως, ἀτρέπτως καὶ ἀπαραιτήτως Θουκ. 3. 84· ἀπ. ἔχειν πρός τινα Πολύβ. 22. 14, 15: - ἀπ. ἔχειν πρός τινα Πλουτ. Ποπλ. 3. ΙΙ. ἐπὶ ποινῶν, κτλ., ἣν δὲν δύναταί τις νὰ ἀποφύγῃ διὰ δεήσεως, ἄφευκτος, ἀνηλεής, τιμωρίαι Δείναρχ. 93. 8· κολάσιες Τίμ. Λοκρ. 104D· ὀργή, κατηγορία, Πολύβ. 1. 82, 9., 12. 12, 4: - ἐντεῦθεν = ἀνήκεστος Πολύβ. 4. 24, 6· ἁμαρτία, ἀσυγχώρητος, ὁ αὐτ. 33. 8. 5. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀρνηθῇ ἢ ἀποφύγῃ, ἱκέτευμα Πλούτ. 2. 950F.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπαραίτητος, -ον) παραιτούμαι
αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς νά αποφύγει ή να παραλείψει («οι απαραίτητες ενέργειες», «η συνδρομή του είναι απαραίτητη»)
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν έχει παραιτηθεί από κάποια θέση, εντολή ή αξίωμα
2. το ουδ. ως ουσ. τα απαραίτητα
τα απολύτως αναγκαία, τα χρειαζούμενα
μσν.
ο αναπόφευκτος
αρχ.
1. όποιος δεν αλλάζει γνώμη υποχωρώντας σε παρακλήσεις, άκαμπτος, αμείλικτος
2. (για ποινές) αναπόφευκτος, σκληρός
3. (για σφάλματα ή αδικήματα) ο ασυγχώρητος, ο αθεράπευτος.
Greek Monotonic
ἀπαραίτητος: -ον (παραιτέω)·
I. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που δεν κάμπτεται με δεήσεις, ανηλεής, αδυσώπητος, σε Πλάτ. κ.λπ.· επίρρ. -τως, σε Θουκ.
II. λέγεται για ποινές, αυτή η οποία δεν μπορεί να αποφευχθεί με ικεσίες, αναπότρεπτη, ανηλεής, σε Δείναρχ.
Middle Liddell
[παραιτέω]
I. of persons, not to be moved by prayer, inexorable, Plat., etc.:—adv. -τως, Thuc.
II. of punishments, not to be averted by prayers, inevitable, unmerciful, Dinarch.
English (Woodhouse)
implacable, merciless, pitiless, deaf to entreaties, not to be influenced, not to be moved
Léxico de magia
-ον 1 inexorable de la divinidad ὅτι ὁρκίζω σε ... κατὰ τοῦ ἀπαραιτήτου θεοῦ porque yo te conjuro por el dios inexorable P III 37 P IV 2032 ὁ μεγαδαίμων καὶ ὁ ἀπαραίτητος el gran demon y el inexorable (entre palabras en copto) P IV 3 ἐπικαλοῦμαί σε, τὸν ἀπαραίτητον, τῷ μεγάλῳ σου ὀνόματι te invoco a ti, el inexorable, con tu gran nombre P IV 1788 καταβάτω σου ὁ ἄγγελος, ὁ ἀπαραίτητος que descienda tu ángel, el inexorable P IV 3025 de la necesidad ἀνάλαβέ με ὑγιῆ μετὰ τὴν ἀπαραίτητον καὶ κατεπείγουσαν χρείαν recíbeme sano tras la inexorable necesidad que me insta P IV 534 P IV 606 ὅτι σε ἐξορκίζω κατὰ τῆς κραταιᾶς καὶ ἀπαραιτήτου Ἀνάγκης porque yo te conjuro por la poderosa e inexorable Necesidad P XXXVI 342 2 adv. -ως inevitablemente ὅπως θεωρήσῃ ἀ. para que veas inevitablemente P XIII 750
Translations
pitiless
Armenian: վատասիրտ, քար; Belarusian: бязлі́тасны, неміласэрны; Bulgarian: безмилостен; Czech: nelítostný, nemilosrdný; Dutch: meedogenloos, onbarmhartig; Esperanto: senkompata; Faroese: miskunnarleysur, eirindaleysur; Finnish: armoton; French: impitoyable; Friulian: crudêl; Georgian: შეუბრალებელი, ულმობელი; German: erbarmungslos, unbarmherzig; Greek: αλύπητος; Ancient Greek: ἀμείλικτος, ἀμείλιχος, ἀνελέητος, ἀνηλέητος, ἀνηλεγής, ἀνηλεής, ἀνηλής, ἀνοικτίρμων, ἀνοίκτιστος, ἄνοικτος, ἀπαραίτητος, ἀπηλεγής, ἄστοργος, ἀσύγκλαστος, ἄτεγκτος, ἀτέραμνος, ἀφιλοικτίρμων, δυσάλγητος, δυσπαραίτητος, νηλειής, νηλεόθυμος, νηλής, πικρός, σκληρός, σχέτλιος, τλασίφρων; Irish: cruachroíoch; Italian: spietato, crudele, impietoso; Latin: torvus, immisericors; Manx: neuerreeishagh; Polish: bezlitosny, niemiłosierny; Portuguese: impiedoso, desapiedado; Russian: безжалостный, немилосердный; Scottish Gaelic: neo-thruacanta, mì-chneasta; Serbo-Croatian Cyrillic: не̏човечан, не̏човјечан, не̏милосрдан; Roman: nȅčovečan, nȅčovječan, nȅmilosrdan; Slovak: neľútostný; Spanish: despiadado; Swedish: skoningslös; Ukrainian: безжалісний, безжальний, немилосердний
merciless
Bulgarian: безмилостен; Catalan: despietat; Chinese Mandarin: 殘忍, 残忍, 無情, 无情; Czech: nemilosrdný; Danish: nådesløs; Dutch: genadeloos; Finnish: armoton, säälimätön; French: impitoyable; German: gnadenlos; Greek: αλύπητος; Ancient Greek: ἀνελεήμων, ἀνελήμων, ἄσπλαγχνος, ἀσύγκλαστος; Hindi: निर्दय, निष्ठुर; Hungarian: kegyetlen, könyörtelen; Indonesian: sadis; Italian: spietato, crudele; Japanese: 無慈悲, 容赦ない; Korean: 무자비하다; Latin: immisericors; Norwegian Bokmål: nådeløs; Nynorsk: nådelaus; Polish: bezlitosny, niemiłosierny, bezpardonowy, bezwzględny; Portuguese: impiedoso, imisericordioso; Russian: беспощадный, безжалостный; Scottish Gaelic: mì-chneasta; Spanish: despiadado, inmisericorde; Swedish: skoningslös, obarmhärtig; Tagalog: walang awa; Turkish: acımasız; Ukrainian: безжалісний, безжальний, безпощадний
indispensable
Belarusian: абавязковы; Bulgarian: необходим; Catalan: indispensable; Chinese Mandarin: 必要的; Dutch: onontbeerlijk; Finnish: olennainen, välttämätön; French: indispensable; German: unabdingbar, unabkömmlich, unentbehrlich, unerlässlich, unverzichtbar; Greek: αναντικατάστατος; Irish: riachtanach; Norwegian Bokmål: uunnværlig; Nynorsk: uunnverleg; Portuguese: indispensável, imprescindível; Russian: обязательный; Slovak: nutné, nevyhnutne potrebné, neodmysliteľný; Spanish: imprescindible, indispensable; Swedish: oumbärlig; Turkish: elzem, zaruri; Ukrainian: обов'язковий