πρωτοστάτης
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, (ἵστημι)
A one who stands first, esp. the first man on the right of a line, right-hand man, ὁ π. τοῦ δεξιοῦ κέρως Th.5.71; but also οἱ π. the front-rank men, X.Cyr.3.3.57, 6.3.24, Lac.11.5, etc.; either sense possible in Teles p.4 H. 2 = λοχαγός, Ael.Tact.5.1, Arr. Tact.5.6. 3 man in the uneven rows in a λόχος, opp. ἐπιστάτης, Ascl.Tact.2.3, etc. II metaph., chief or leader of a party, Act.Ap. 24.5; π. τοῦ χοροῦ τῶν μαθητῶν Porph.Chr.26.1; π. τοῦ θητικοῦ καὶ οἰκετικοῦ Men.Prot.p.8 D.
German (Pape)
[Seite 806] ὁ, der zuerst, voran od. in der ersten Reihe steht; bes. im Heere, die erste Schlachtordnung, das Vordertreffen bildend; Thuc. 5, 71; Xen. Cyr. 3, 3, 57. 6, 3, 24 Hell. 2, 4, 16 u. öfter; Pol. 18, 12, 5; vgl. Aen. Tact. 6.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτοστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, (ἵστημι) ὁ ἱστάμενος εἰς τὴν πρώτην θέσιν πρὸς τὰ δεξιὰ τῆς πρώτης γραμμῆς τῆς φάλαγγος, πρόμαχος, ὁ πρ. τοῦ δεξιοῦ κέρως Θουκ. 5. 71· ἀλλ’ ὡσαύτως, οἱ πρ., οἱ τῆς πρώτης γραμμῆς ἄνδρες, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 57., 6. 3, 24, Λακ. 11, 5, κτλ.· - μεταφ., ὁ πρῶτος ἢ ἀρχηγός, Πράξ. Ἀποστ. κδ΄, 5. - Ἰδὲ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 29.