ές, (πίνος)
A without dirt, clean, Ath.14.661d.
[Seite 291] ές (πίνος), ohne Schmutz, Ath. XIV, 661 d.
ἀπῐνής: -ές, (πίνος) ὁ ἄνευ πίνου, ῥύπου, ὁ μὴ ῥυπαρός, ὁ καθαρός, Ἀθήν. 661D.