ἀπινής
From LSJ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
ἀπινές, (πίνος) without dirt, clean, Ath.14.661d.
Spanish (DGE)
-ές sin porquería, limpio πολίτης Ath.661d (var.).
German (Pape)
[Seite 291] ές (πίνος), ohne Schmutz, Ath. XIV, 661 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπῐνής: -ές, (πίνος) ὁ ἄνευ πίνου, ῥύπου, ὁ μὴ ῥυπαρός, ὁ καθαρός, Ἀθήν. 661D.
Greek Monolingual
ἀπινής, -ές (Α)
ο καθαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πίνος «ακαθαρσία, λέρα»].