θρόμβος

Revision as of 11:14, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

English (LSJ)

ὁ, (τρέφω, τέτροφα)

   A lump, Hdt.1.179; clot of blood, A. Ch.533, al., Pl.Criti.120a, etc.; χολῆς Hp.Morb.2.75; of milk, curd, αἰγῶν ἀπόρρους θ. Antiph.52.8; θρόμβοι ἁλῶν coarse salt, Suid.    b drop, θρόμβοι αἵματος καταβαίνοντες . . Ev.Luc.22.44.    2 nipple, PLond.1821.42.    II θ.· ὑψηλὸς τόπος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1219] ὁ (τρέφω), eigtl. eine geronnene Blutmasse, αἵματος, φόνου, Aesch. Ch. 526 Eum. 175; sp. D., wie Diosc. 13 (VII, 430); auch Plat. Critia. 120 a. Von geronnener Milch, Antiphan. bei Ath. X, 449 c; Nic. Al. 373. Vom Salz, das aus kleinen Theilchen zu einer Masse krystallisirt ist, Diosc.; vom Asphalt, Her. 1, 179.

Greek (Liddell-Scott)

θρόμβος: ὁ, (τρέφω, τέτροφα) ὄγκος, τεμάχιον, Λατ. grumus, οἷον ἐπὶ ἀσφάλτου, Ἡρόδ. 1. 179· βῶλος, ὄγκος πεπηγότος αἵματος, Αἰσχύλ. Χο. 533, 546, Εὐμ. 184 (πρβλ. 164), Πλάτ. Κριτί. 120 Α, κτλ.· ἐπὶ γάλακτος πηκτοῦ, αἰγῶν ἀπόρρους θρ. Ἀντιφ. Ἀφροδ. 1. 8· θρόμβοι ἁλῶν, ὡς τὸ χόνδροι ἁλ., χόνδρον ἅλας, ἄτριπτον, Σουΐδ.