χόνδρον

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source

Greek (Liddell-Scott)

χόνδρον: τό, χόνδρος ΙΙ, Φιλῆς π. Ἐλέφαντ. 96.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
μσν.
ανθεκτικός, ελαστικός ζωικός ιστός, χόνδρος
αρχ.
χοντροαλεσμένο σιτάρι, μπληγούρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. της λ. χόνδρος, με αλλαγή γένους κατά τα ουδ.].