ές,
A very deep, ib.1.633, 5.61.
[Seite 660] ές, sehr tief, Schol. Opp. 1, 633.
πολυβᾰθής: -ές, λίαν βαθύς, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 1. 633., 5. 60.