ον,
A self-wrought, rudely wrought, AP6.33.5 (Maec.).
[Seite 403] selbst, schlecht gearbeitet, βάθρον Qu. Maec. 7 (VI, 33).
αὐτούργητος: -ον, ὁ, ἀφ’ ἑαυτοῦ εἰργαμένος, ἀτέχνως κατειργασμένος, Ἀνθ. Π. 6. 33.