ἀτέχνως
English (LSJ)
Adv. of ἄτεχνος,
A without art, without rules of art, empirically, X.Mem.3.11.7, Pl.Grg. 501a.
II ἀτεχνῶς (with penultimate short), Adv. of ἀτεχνής, simply, i.e. really, absolutely, freq. in Com., Pl., etc.; ἀτεχνῶς ἥκω παρεσκευασμένος Ar.Ach.37, cf. Nu.408,1174, al.; καλὸν ἀτεχνῶς simply beautiful, Id.Av.820; ἀτεχνῶς γε παμπόνηρα Id.Ra.106; ῥύγχος ἀτεχνῶς ἔσθ' ὑός simply a swine's snout, Pherecr.102; ἀτεχνῶς μὲν οὖν σκύτη βλέπει Eup.282; ἀτέχνως τὸ τοῦ Ὁμήρου ἐπεπόνθη Pl.Smp. 198c; bona fide, sincerely, opp. κόμπου ἕνεκα, Philostr.VA6.20: freq. in comparisons, ἀτεχνῶς ὥσπερ = just like, Pl.Phd. 90c, etc.; ἀτεχνῶς οἷον Id.Lg.952e: with neg., οὐδ' ἂν διαλεχθείην γ' ἀτεχνῶς would just not have spoken a word to him, Ar.Nu.425; ἀτεχνῶς οὐδείς = simply no one, Id.Av.605, cf. Pl. 362, Pl.Plt. 288a.—On ἀτέχνως and ἀτεχνῶς v. Sch.Ar.Pl.109.
German (Pape)
[Seite 385] adv. zum vorigen, oder ἀτεχνῶς von ἀτεχνής, 1) kunstlos, einfach, Xen. Mem. 3, 11, 7, wahrhaft; vgl. Plut. Lyc. 17. – 2) natürlicherweise, durchaus, geradeweg; in dieser Bdtg immer ἀτεχνῶς, oft bei Ar. u. Plat., u. mit der Negation gar nicht, Polit. 288 a; bes. in Vergleichungen, ἀτεχνῶς ὥσπερ ἐραστής Conv. 217 c; ἀτεχνῶς οἷον πετόμενοι, ganz wie, Legg. XII, 952 c, u. sonst oft.
French (Bailly abrégé)
adv.
sans art, au hasard ou grossièrement.
Étymologie: ἄτεχνος.
Russian (Dvoretsky)
ἀτέχνως: безыскусственно, просто Xen., Plat., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτέχνως: ἐπίρρ. τοῦ ἄτεχνος, ἄνευ τέχνης, ἄνευ τῶν κανόνων τῆς τέχνης, ἐμπειρικῶς, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 7, Πλάτ. Γοργ. 501Α, ἔνθα ἴδε Stallb. ΙΙ. ἀτεχνῶς, (μετὰ τῆς παραληγούσης βραχείας), ἐπίρρ. τοῦ ἀτεχνής, ἁπλῶς, τοῦτ’ ἔστι, πράγματι, ἀπολύτως, Λατ. plane, prorsus, omnino, συχν. παρὰ τοῖς Κωμικοῖς, Πλάτ., κλ.· ἀτεχνῶς ἥκω παρεσκευασμένος Ἀριστοφ. Ἀχ. 37, πρβλ. Νεφ. 408, 1174, κ. ἀλλ.· καλὸν ἀτεχνῶς, ἁπλῶς ὡραῖον ὁ αὐτ. Ὄρν. 820· ἀτεχνῶς γε παμπόνηρα ὁ αὐτ. Βάτρ. 106· ῥύγχος ἀτεχνῶς ἔσθ’ ὑός, ἁπλῶς τὸ ῥύγχος χοίρου, Φερεκρ. ἐν «Λήροις» 3· ἀτεχνῶς μὲν οὖν τὸ λεγόμενον σκύτη βλέπει Εὔπολ. ἐν «Χρυσῷ γένει» 12· ἀτεχνῶς τὸ τοῦ Ὁμήρου ἐπεπόνθη Πλάτ. Συμπ. 198C· bona fide, εἰλικρινῶς, ἀντίθ. τῇ φράσει κόμπου ἕνεκα, Φιλόστρ. 260· - συχν. ἐν συγκρίσεσιν, ἀτεχνῶς ὥσπερ, ἀκριβῶς ὅπως, Πλάτ. Φαίδων 90C, κτλ.· ἀτεχνῶς οἷον ὁ αὐτ. Νόμ. 952Ε· - μετ’ ἀρνήσεως, οὐδ’ ἂν διαλεχθείην γ΄ ἀτεχνῶς, ἀκριβῶς οὐδὲ λέξιν θὰ ἔλεγον εἰς αὐτόν, Ἀριστοφ. Νεφ. 425· ἀτεχνῶς οὐδείς, ἁπλῶς οὐδείς, ὁ αὐτ. Ὄρν. 605, πρβλ. Πλ. 362, Πλάτ. Πολιτ. 288Α. - περὶ τοῦ ἀτέχνως καὶ τοῦ ἀτεχνῶς ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 109.
Greek Monotonic
ἀτέχνως: επίρρ. του ἄτεχνος,
I. χωρίς τους κανόνες της τέχνης, εμπειρικά, σε Ξεν., Πλάτ. II. ἀτεχνῶς (με την παραλήγ. βραχεία) επίρρ. του ἀτεχνής, απλώς δηλ. πραγματικά, απόλυτα, Λατ. plane, omnino, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· καλὸνἀτέχνως, απλώς όμορφο, σε Αριστοφ.· σε συγκρίσεις, ἀτεχνῶς ὥσπερ, ακριβώς όπως, σε Πλάτ.· με άρνηση, ακριβώς όχι, σε Αριστοφ.· ἀτεχνῶς οὐδείς, απλώς κανείς, στον ίδ.
Middle Liddell
[adverb of ἄτεχνος
without rules of art, empirically, Xen., Plat.