προηγμένα

Revision as of 11:17, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

English (LSJ)

τά,

   A v. προάγω.

German (Pape)

[Seite 723] τά, part. perf. pass. von προάγω, bei den Stoikern, vorgezogene, vorzügliche Dinge, d. i. solche, die zwar nicht gut an sich sind, aber doch diesen zunächst stehen und unverwerflich sind, s. Zeno bei D. L. 7, 105, im Ggstz von ἀποπροηγμένα, Cic. promota, producta, auch praeposita, praecipua, im Ggstz von remota, rejecta.

Greek (Liddell-Scott)

προηγμένα: τά, μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ προάγω Ι. 4, ὅρος τῆς Στωϊκῆς φιλοσοφίας δηλῶν πράγματα ἅπερ προτιμῶνται τῶν ἄλλων οὐχὶ ὡς παντάπασιν ἀγαθά, ἀλλ’ ὡς προτιμότερα τῶν παντάπασι κακῶν, τὰ παρὰ Κικέρωνι promota, producta, præposita, præcipua (de Fin. 3. 16., 4. 26), Ζήνων παρὰ Διογ. Λ. 7. 105, Λουκ. Λ. 7. 105, Λουκ. ἐν Βίων Πράσει 21, ἐν Δὶς Κατηγ. 22· ὡσαύτως καλοῦνται ληπτά, Πλούτ. 2. 1068Α· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἀποπροηγμένα, Λατ. remota, rejecta (Κικέρ. ὡς ἀνωτέρ.) Στοβ. Ἐκλογ. 2, σ. 244, Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτέρ. ― Ὡσαύτως ὁ παθ. ἀόρ. προαχθῆναι, ἦτο ἐν χρήσει ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας, Διογ. Λ. 7. 106.