ἀποπροηγμένα

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπροηγμένα: τά, (ἴδε ἐν λ. προηγμένα), Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 191.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπροηγμένα: part. pass. n pl. к ἀποπροάγω.