Adv., (μόνος)
A solitary-wise, only, A.D.Adv.198.4, EM 367.9.
[Seite 201] einzeln, allein, Apoll. de adv. p. 611.
μονάδην: Ἐπίρρ. = μοναδιστί, ἐκ τοῦ μόνος, ὡς τὸ λογάδην ἐκ τοῦ λόγος, καὶ τὸ σποράδην ἐκ τοῦ σπόρος, Α. Β. 611. 25.