σποράδην

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σποράδην Medium diacritics: σποράδην Low diacritics: σποράδην Capitals: ΣΠΟΡΑΔΗΝ
Transliteration A: sporádēn Transliteration B: sporadēn Transliteration C: sporadin Beta Code: spora/dhn

English (LSJ)

[ᾰ], Adv. scatteredly, here and there, σποράδην ἀπώλλυντο Th.2.4 (v.l. for σποράδες); οἰκεῖν, i.e. not in communities, Pl.Prt. 322b, Isoc.4.39; τὰ λεγόμενα σποράδην Arist.Pol.1259a4; σποράδην τὸ πρὶν ἀειδόμενος, of Homer before Peisistratus, AP11.442; σποράδην ἀναγέγραπται Plu.2.629e; οἱ σποράδην, opp. οἱ ἐλλόγιμοι Πυθαγορικοί, D.L. 8.91.

German (Pape)

[Seite 924] adv., zerstreu't, einzeln; ἄλλοι δὲ ἄλλῃ τῆς πόλεως σπ. ἀπώλλυντο, Thuc. 2, 4; ἄνθρωποι ᾤκουν σποράδην, Plat. Prot. 322 a, wie Isocr. 4, 39; Pol. 3, 22, 10; καὶ ἀτάκτως, 8, 32, 9, und öfter.

French (Bailly abrégé)

adv.
çà et là.
Étymologie: σποράς, -δην.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σποράδην [σποράς] adv., verstrooid, verspreid.

Russian (Dvoretsky)

σποράδην: (ᾰ) adv. разбросанно, в разных местах, там и сям (οἰκεῖν Plat.; τὰ λεγόμενα Arst.).

Greek Monolingual

ΝΜΑ
επίρρ. σποραδικά, σκόρπια, εδώ κι εκεί («ἄλλοι δὲ ἄλλη τῆς πόλεως σποράδην ἀπώλοντο», Θουκ.)
αρχ.
(με το άρθρ. αρσ. πληθ.) οἱ σποράδην
οι κοινοί άνθρωποι, σε αντιδιαστολή προς τους Πυθαγορείους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σποράς + επιρρμ. κατάλ. -άδην (πρβλ. τροχάδην)].

Greek Monotonic

σποράδην: [ᾰ], επίρρ., σποραδικά, εδώ κι εκεί, σκόρπια, Λατ. sparsim, σε Θουκ., Πλάτ.· περιστασιακά, τυχαία, συμπτωματικά, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

σποράδην: [ᾰ], Ἐπίρρ., διεσκορπισμένως, «σκορπιστά», ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, Λατ. sparsim, σπ. ἀπόλλυσθαι Θουκ. 2. 4· οἰκεῖν Πλάτ. Πρωτ. 322Α, πρβλ. Ἰσοκρ. 48C· τὰ λεγόμενα σπ. Ἀριστ. Πολιτ. 1. 11, 7· σπ. τὸ πρὶν ἀειδόμενος, ἀναμίξ. ἀτάκτως, Ἀνθ. Π. 11. 442· σπ. ἀναγέγραπταΙ Πλούτ. 2. 269D· οἱ σπ. Πυθαγόρειοι, ἀντίθετον τῷ οἱ ἐλλόγιμοι, Διογ. Λ. 8. 91.

Middle Liddell

scatteredly, here and there, Lat. sparsim, Thuc., Plat.: casually, Anth.

English (Woodhouse)

here and there, in a scattered way, in scattered groups

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

sparsim, here and there, 2.4.4.