μοναδιστί

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονᾰδιστί Medium diacritics: μοναδιστί Low diacritics: μοναδιστί Capitals: ΜΟΝΑΔΙΣΤΙ
Transliteration A: monadistí Transliteration B: monadisti Transliteration C: monadisti Beta Code: monadisti/

English (LSJ)

Adv. in units, Nicom.Ar.2.8.

German (Pape)

[Seite 201] in Einheiten, Nicom. ar. 2, 8.

Greek (Liddell-Scott)

μοναδιστί: Ἐπίρρ., κατὰ μοναδικὸν τρόπον, ἢ κατὰ μονάδας, Νικομ. Ἀριθμ. 2. 8, 119.

Greek Monolingual

μοναδιστί (Α)
επίρρ.
1. κατά μονάδες
2. με μοναδικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μονάς, -άδος + επιρρμ. κατάλ. -ιστί (πρβλ. ποδιστί)].