ἰκτερώδης
English (LSJ)
ες,= ἰκτεσικός, Hp.Epid.3.17.ιγ.
German (Pape)
[Seite 1249] ες, = ἰκτεριώδης, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἰκτερώδης: -ες, = ἰκτερικός, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1111.
ες,= ἰκτεσικός, Hp.Epid.3.17.ιγ.
[Seite 1249] ες, = ἰκτεριώδης, Medic.
ἰκτερώδης: -ες, = ἰκτερικός, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1111.