ἰκτερώδης
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ἰκτερῶδες, = ἰκτερικός, Hp.Epid.3.17.ιγ.
German (Pape)
[Seite 1249] ες, = ἰκτεριώδης, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἰκτερώδης: -ες, = ἰκτερικός, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1111.
Greek Monolingual
ἰκτερώδης, -ες (Α)
ικτερικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκτερος + κατάλ. -ώδης, (πρβλ. δασώδης, ελώδης)].