ἰκτεριώδης
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
ἰκτεριῶδες = ἰκτερικός (jaundiced, sick with the jaundice), Hp.Aph.5.72, Dsc.3.1; and ἰκτερόεις, ἰκτερόεσσα, ἰκτερόεν, χλόος Nic.Al. 475.
Greek Monolingual
ἰκτεριώδης, -ες (Α)
ικτερικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκτερος, υπό την επίδραση του ἰκτεριώ + κατάλ. -ώδης (πρβλ. νεφελώδης, ογκώδης)].
German (Pape)
ες, gelbsüchtig, Hippocr.