Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἰκτεριώδης

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰκτεριώδης Medium diacritics: ἰκτεριώδης Low diacritics: ικτεριώδης Capitals: ΙΚΤΕΡΙΩΔΗΣ
Transliteration A: ikteriṓdēs Transliteration B: ikteriōdēs Transliteration C: ikteriodis Beta Code: i)kteriw/dhs

English (LSJ)

ἰκτεριῶδες = ἰκτερικός (jaundiced, sick with the jaundice), Hp.Aph.5.72, Dsc.3.1; and ἰκτερόεις, ἰκτερόεσσα, ἰκτερόεν, χλόος Nic.Al. 475.

Greek Monolingual

ἰκτεριώδης, -ες (Α)
ικτερικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκτερος, υπό την επίδραση του ἰκτεριώ + κατάλ. -ώδης (πρβλ. νεφελώδης, ογκώδης)].

German (Pape)

ες, gelbsüchtig, Hippocr.