ἐνιδρόω
English (LSJ)
A sweat in, labour hard in, X.Smp.2.18.
German (Pape)
[Seite 844] (s. ἱδρόω), darin schwitzen, sich worin anstrengen, Xen. Symp. 2, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνιδρόω: ἱδρώνω ἔν τινι τόπῳ, Λατ. insudare, ὥσπερ καὶ νῦν τῷδε τῷ παιδὶ ἤρκεσε τόδε τὸ οἴκημα ἐνιδρῶσαι Ξεν. Συμπ. 2. 18· ἱδρώνω ἔν τινι πράγματι, καὶ μεγίστοις ἐνιδρωκότων ἀγῶσι Εὐστ. Πονηματ. 170. 11.