λάγειος

Revision as of 11:20, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον,

   A = λαγῷος, λ. κρέα Hp.Aff.43, Orib.3.3.6; κρέας λάγειον Sor.1.51. (From Ion. λαγός = λαγώς.)

German (Pape)

[Seite 3] vom Hafen, λαγώς, VLL., bes. κρέας.

Greek (Liddell-Scott)

λάγειος: [ᾰ], -ον, ὡσαύτως α, ον, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ λαγῷος, λ. κρέα Ὀρειβ. ἐν Συλλ. Ἰατρ. 3. 3.