φάσηλος
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ (cf. Ath.2.56a, 4.139a: Lat.
A phaselos is fem., Colum.10.377), a kind of bean, calavance, Vigna sinensis, Epich. 151, Ar.Pax 1144 (troch.), Demetr.Com.Vet.5, Wilcken Chr.198.18 (iii B. C.), etc.; cf. φασίολος. II hence Lat. phaselus, a light boat, canoe, skiff, from its like ness to a bean-pod, Catull.4, Hor.Od.3.2.29.
German (Pape)
[Seite 1257] ὁ, auch φασήολος und φασίολος geschr., 1) eine Pflanze, die eßbare Schoten trägt, eine Art Bohnen, Phasolen od. Fisolen, Ar. Pax 1110, vgl. Ath. II, 56 a. – 2) ein schmaler, leichter Kahn, jedes schnellsegelnde Schiff, wahrscheinlich von seiner Aehnlichkeit mit der Schote des φάσηλος, Catull. 4.
Greek (Liddell-Scott)
φάσηλος: [ᾰ], ὁ, τὸ γνωστὸν φυτόν, ἡ «φασουλιά», καὶ τὸ ὄσπριον «φασοῦλι», Ἐπίχαρμ. 102 A??r., Ἀριστοφ. Εἰρήν. 1144, Δημήτρ. ἐν Ἀδήλ. 1· τὸ ἀρσεν. γένος βεβαιοῦται ἐκ τοῦ Ἀθην. 56Α, 139Α, εἰ καὶ ὁ Colnuella ἔχει τὸ faselos, ὡς θηλ.· ― τύπος τις φασίολος ἀπαντᾷ παρὰ τῷ Διοσκ. 2, 130 καὶ τῷ Πολυδ. Α΄, 247· φασήολος παρὰ Γαληνῷ· Λατ. faseolus, παρὰ τῷ Colume la. II. ἐντεῦθεν Λατ. phaselos, ἐλαφρὸν πλοιάριον ἔχον τὸ σχῆμα φασουλίου, λέμβος, ἀκάτιον, Catull. 4, Ὁράτ. ᾨδ. 3. 2, 29.