κωφός, οἱ δὲ σκοτόδινος, Hsch. κάρουα, Lacon.,
A = κάρυα, Id.
καρός: «κωφός. οἱ δὲ σκοτόδινος. βόσκημα. ἐγκέφαλος (ἔγκαρος). ὠνή. καιρός, ἢ φθορὰ» Ἡσύχ.