μίσηθρον

Revision as of 11:21, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

English (LSJ)

τό,

   A charm for producing hatred (opp. φίλτρον), Luc.DMeretr.4.5.

German (Pape)

[Seite 190] τό, Mittel, Haß gegen Jemand zu erwecken, Luc. D. Mer. 4.

Greek (Liddell-Scott)

μίσηθρον: [ῑ], τό, μαγικόν τι μέσον ἐγεῖρον μῖσος κατά τινος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φίλτρον, ὅπερ ἤγειρεν ἀγάπην, Λουκ. Ἑταιρ. Δ. 4. 5· πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 131· - ἴδε μίσητρον.