ἡμιόλιος

Revision as of 11:21, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

English (LSJ)

α, ον, hyperdor. ἁμ-, ον, (ὅλος)

   A containing one and a half, half as much or as large again, Pl.Tht.154c; περίμετρος Plb.6.32.7; ηὔξησε τὰ δόρατα ἡμιολίῳ μεγέθει D.S.15.44: c. gen., τὰς περόνας ἡμιολίας . . τοῦ τότε κατεστεῶτος μέτρου half as large again as . ., Hdt.5.88; [γωνία] ἁμιόλιος τᾶς μέσας Ti.Locr.98a; [ὁ γνήσιος ἀετὸς] ἡ. τῶν ἀετῶν Arist.HA 619a13; neut., half as much again, ἡμιόλιον οὗ πρότερον ἔφερον X.An.1.3.21; ἡμιόλιον ὀφλέτω ὅ τι συλάσαι let him be fined half as much again as the amount he seized, IG9(1).333.5 (Locr., v B.C.); of numbers, half as many again, ποιήσας ἡμιολίους τοὺς ναύτας ἢ πρόσθεν Plb.10.17.12.    II in the ratio of one and a half to one (3:2), as in musical sounds, ἡμιολίαι διαστάσεις Pl.Ti.36a; τὸ δι' ὀξειᾶν ἡ. Philol.6; ἡ ἡμιολία this ratio, τὴν ἡ. τοῦ τιμήματος Pl.Lg.956d; ἀποτίνειν τὴν φέρνην σὺν τῇ ἡ. Mitteis Chr.280.15 (ii B.C.). Adv. -ίως Nicom.Ar.2.20, Procl.in Ti.2.223 D.    III ἡμιολία ναῦς a light vessel with one and a half banks of oars, D.S.19.65; also ἡμιολία alone, Thphr.Char.25.2, D.S.16.61, Mus.Belg.14.20 (but -ίους Plb.5.101.2, -ιον Hsch.), etc.; used by pirates, Thphr.Char. l.c.; ἡ. λῃστρικαί Arr.An.3.2.5, etc.; expld. by δίκροτος (q.v.) ναῦς, Hsch.    IV τροχαϊκὸς ἡ. (sc. στίχος) trochaic verse consisting of a metre and a half, Heph.15.2.

German (Pape)

[Seite 1169] auch 3 Endgn, Her. 5, 88, anderthalb (das andere Ganze nur halb habend), z. B. 4: 6, Plat. Theaet. 154 c; διαστάσεις, Tim. 36 a, öfter; μισθός, οὗ πρότερον ἔφερον, einhalbmal mehr als früher, Xen. An. 1, 3, 21, wie τῶν αἰετῶν ἡμ., anderthalbmal so groß wie, Arist. H. A. 9, 32; ηὔ. ξησε τὰ δόρατα ἡμιολίῳ μεγέθει D. Sic. 15, 44; – ὁ ἡμιόλιος, Pol. 5, 101, 2, = ἡμιολία 2), v. l. τοὺς ἡμιόλους.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιόλιος: -α, -ον, Δωρ. ἁμιόλιος, ον, (ὅλος): - περιέχων τὸ ὅλον καὶ τὸ ἥμισυ αὐτοῦ, ἥμισυ τοῦ ὅλου περιπλέον, Λατ. sesquialter, Πλάτ. Θεαιτ. 154C ηὔξησε τὰ δόρατα ἡμιολίῳ μεγέθει Διόδ. 15. 44˙ - μετὰ γεν., τὰς περόνας ἡμιολίας … τοῦ τότε κατεστεῶτος μέτρου, κατὰ τὸ ἥμισυ τοῦ ὅλου μεγαλειτέρας, Ἡρόδ. 5. 88˙ γωνία ἁμιόλιος τᾶς μέσας Τίμ. Λοκρ. 98Α, πρβλ. Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 32, 6˙ - ὡσαύτως, ἀκόμη ἥμισυ περιπλέον, ἡμιόλιον οὗ πρότερον ἔφερον Ξεν. Ἀν. 1. 3, 21˙ ἐπὶ ἀριθμῶν, ποιήσας ἡμιολίους τοὺς ναύτας ἢ πρότερον Πολύβ. 10. 17, 12. ΙΙ. κατὰ λόγον τοῦ ἑνὸς καὶ ἡμίσεος πρὸς τὸ ἓν (3/2:1 ἢ 3:2), ὡς ἐν μουσικοῖς φθόγγοις, ἡμιολία διάστασις Πλάτ. Τιμ. 36Α˙ ἡ ἡμιολία, ὁ λόγος οὗτος, τὴν ἡμ. τοῦ τιμήματος ὁ αὐτ. Νόμ. 956D 2) αἱ ἡμιολίαι, τόκος αὐξάνων τὸ κεφάλαιον κατὰ τὸ ἥμισυ τοῦ ὅλου, δηλ. 50% (τὸ ἥμισυ τοῦ κεφαλαίου, Ἡσύχ.) Βυζ. ΙΙΙ. ἡμιολία ναῦς, πλοῖον ἐλαφρὸν ἔχον μίαν καὶ ἡμίσειαν σειρὰν κωπῶν, Διόδ. 19. 65˙ ὡσαύτως καὶ μόνον ἡμιολια Πολύβ. 5. 101, 2, Διόδ. 16. 61 (ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις ἐπανορθωτέον ἡμιολίας ἀντὶ -ίους), κτλ.˙ ἐν χρήσει παρὰ πειραταῖς, Θεόφρ. Χαρ. 25. 1˙ ἡμ. λῃστρικαὶ Ἀρρ. Ἀν. 3. 2, 5, κτλ.˙ καλούμενον ὡσαύτως ἡμιόλιον (ἐνν. πλοῖον), Ἡσύχ. IV. ὁ ἡμ. (ἐνν. στίχος) στίχος περιέχων ἓν μέτρον καὶ ἥμισυ, Ἡφαιστ. 15. 2. - Ἐπίρρ. ἡμιολίως Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Τίμ. σ. 208 (Βασιλ.).