σφάγιος

Revision as of 11:21, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

English (LSJ)

α, ον,

   A slaying, slaughtering, σ. μόρος slaughter, S.Ant.1291 (lyr.); fatal, deadly, Hp.Fract.35; σ. ξίφεα Man.1.316.    II σφαγία· ἡ τῆς ἱερουργίας ἡμέρα, Hsch.    III of the throat, σύριγγες Max.169.

Greek (Liddell-Scott)

σφάγιος: -α, -ον, ὁ σφακτικός, φόνιος, σφ. μόρος, σφαγή, φόνος, Σοφ. Ἀντ. 1291· ὀλέθριος, θανατηφόρος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 775· σφ. ξίφεα Μανέθων 1. 316. ΙΙ. παρ’ Ἡσυχ. «σφαγία· ἡ τῆς ἱερουργίας ἡμέρα».