ἐπωτίδες
English (LSJ)
αἱ, (οὖς)
A beams projecting like ears on each side of a ship's bows, whence the anchors were let down, cat-heads, used also as an armament, E.IT1350, Th.7.34,36, Str.3.1.4, D.S.17.115 : later in sg., App.BC5.107.
German (Pape)
[Seite 1016] αἱ, Hölzer, die zu beiden Seiten des Vordertheils der Kriegsschiffe wie Ohren (ὦτα) abstanden u. beim Angriff sowohl den Stoß der feindlichen Schiffe hinderten, als den der eigenen verstärkten, τὰς ἐπωτίδας ἐπέθεσαν ταῖς πρώραις παχείας Thuc. 7, 36, vgl. 34; sie dienten auch zur Befestigung der Anker, οἱ δ' ἐπωτίδων ἀγκύραν ἐξανῆπτον Eur. I. T 1350; vgl. noch Strab. III, 138; D. Sic. 17, 115; D. Cass. 49, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπωτίδες: -αἱ, (οὖς) δοκοὶ ἐξέχουσαι ὡς ὦτα ἑκατέρωθεν τοῦ προσθίου μέρους τοῦ πλοίου, ὁπόθεν ἐρρίπτοντο αἱ ἄγκυραι, Εὐρ. Ι. Τ. 1350· ἐνίοτε ἰσχυροποιούμεναι ὅπως ἀνθίστανται εἰς τὴν προσβολὴν ἐχθρικοῦ πλοίου, Θουκ. 7. 34, 36, ἔνθα ἴδε Arnold., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 3, Φιλόστρ. τ. 2, σ. 322, 17 ἔκδ. Kayser, πρβλ. Στράβ. 138, Διόδ. 17. 115: - ἑνικ. ἐν Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 107. 2) λαβὶς ποτηρίου, Σχόλ. εἰς Κλήμ. 788C.