μέλαν

Revision as of 11:22, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

ᾰνος, τό, (neut. of μέλας)

   A ink, Pl.Phdr.276c; τὸ μ. τρίβων D.18.258, cf. Herod.5.66, etc.; μ. γραφικόν Dsc.1.69; used of a drawing material capable of erasure, Procl.Hyp.3.72.    2 μ. Ἰνδικόν indigo, Peripl.M.Rubr.39.    II iris of the eye, Arist. HA491b21.    b cornea, Gal.14.772.    2 = αἰδοῖον, τὸ μ. τῷ μ. συναρμόσαι PMag.Par.1.403.

German (Pape)

[Seite 119] τό, das Schwarze, s. μέλας. Als subst. bes. die Tinte, Leon. Al. 25 (IX, 350); Plut. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

μέλᾰν: ᾰνος, τό, (οὐδ. τοῦ μέλας) ὡς οὐσ. τὸ μέλαν = ἡ μελάνη, Πλάτ. Φαῖδρ. 276C˙ τὸ μ. τρίβων Δημ. 313. 11, κέλευσον ἐλθεῖν τὸν στίκτην ἔχοντα γραφίδα καὶ μέλαν Ἡρώνδ. V, 66.