τλήθυμος

Revision as of 11:24, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

English (LSJ)

Dor. τλάθ- [ᾱ], ον,

   A of enduring soul, stout-hearted, Ὀδυσσεύς AP9.472; τ. κύων a staunch hound, Pi.Fr.234; ἀλκὰ παγκρατίου τ. Id.N.2.15.

German (Pape)

[Seite 1123] mit standhaftem Gemüthe, wie Odysseus; Ep. ad. (IX, 472); Agath. 55 (IX, 644); dreist, kühn, muthig.

Greek (Liddell-Scott)

τλήθῡμος: Δωρικ. τλάθ-, ον, ὁ ἔχων καρτερικὴν ψυχήν, καρτερόθυμος, Ὀδυσσεὺς Ἀνθ. Π. 9. 472· τλ. κύων, ἰσχυρός, εὔρωστος, Πινδ. Ἀποσπ. 258· τλ. ἀλκὰ παγκρατίου ὁ αὐτ. ἐν Ν. 2, 24.