ἀειδής

Revision as of 11:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

English (LSJ)

ές, (εἶδος)

   A formless, Arist.Cael.306b17; indistinct, ὀσμαί Thphr.Od.1; f.l. for ἀιδής. Pl. Phd.79a.    2 unsightly, χροιά a bad complexion, Hp.Nat.Mul. 41.

Greek (Liddell-Scott)

ἀειδής: -ές, (* ϝείδω) ἀόρατος, ἄνευ σωματικῆς μορφῆς, ἀσώματος, ἄϋλος, ἀντιθ. τῷ σωματοειδής, συχν. παρὰ Πλάτ. ὡς π.χ. ἐν Φαίδωνι 79Α. ΙΙ. (εἰδέναι) = ἄγνωστος, ἄσημος, Πλάτ. Ἀξ. 365C. ΙΙΙ. (εἶδος) = ἄνευ μορφῆς, ἄμορφος, Ἀριστ. Οὐρ. 3, 8, 3. 2) δυσειδής, δύσμορφος, Φιλέταιρ. ἐν «Κυναγίδι» 1. - Ἐπίρρ. -δῶς, ἀμφίβολος, γραφ. ἐν Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 4. 11.