[ᾰκ], ὁ,
A = μυρσίνη ἀγρία, Gloss.
μυρρῐνάκανθος: ἡ ἀκανθώδης μύρτος, ruscus aculeatus, Γλωσσ.˙ - ὡσαύτως κεντρομυρρίνη καὶ ὀξυμυρρίνη, Λακων. μυρταλίς. 2) = μυρρίς, Διοσκ. Δ. 116 (ἐκ τῶν νόθων).